- λιτανευτικός
- λῐτᾰν-ευτικός, ή, όν,A of or for praying, Sch.A.Supp. 809.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιτανευτικός — λιτανευτικός, ή, όν (Α) [λιτανεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιτανεία … Dictionary of Greek
λιτανευτικά — λιτανευτικός of neut nom/voc/acc pl λιτανευτικά̱ , λιτανευτικός of fem nom/voc/acc dual λιτανευτικά̱ , λιτανευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτανευτικαῖς — λιτανευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτανευτικάς — λιτανευτικά̱ς , λιτανευτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)